- ακτινοθεραπευτής
- οαυτός που εφαρμόζει θεραπεία με ακτίνες Χ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακτινοθεραπευτής — ο γιατρός που εκτελεί ακτινοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + θεραπευτής, πρβλ. αγγλ. radiotherapeutis] … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek